Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

SO SAD,Αναστασία Γκίτση

γράφει η Αναστασία Γκίτση γράφει η Αναστασία Γκίτση

Εξ’αφορμής θεατρικού έργου

So Sad

Ἀναστασία Γκίτση


«Το σούρουπο αγριεύει τους ανθρώπους»
και τους κάνει επιθετικούς, θα ειπωθεί δια στόματος
του ηθοποιού Αλέξανδρου Ευκαρπίδη
μεταφέροντας τη σκέψη του σύγχρονου Αυστριακού
θεατρικού συγγραφέα Robert Schneider
επί σκηνής του νεοσύστατου Art Club contACT
στην Θεσσαλονίκη.

Σούρουπο παίχτηκε και το έργο, σε χώρο αφαιρετικό και ατημέλητα καλαίσθητο,
που με τους αναπάντεχους θορύβους και την ζεστή του καλλιτεχνική φυσιογνωμία
φιλοξένησε τόσο τον ταλαντούχο ηθοποιό όσο και το υποψιασμένο αλλά και
ανυποψίαστο κοινό σε ένα ταξίδι μονόλογο του Ιρακινού μετανάστη Sad στη Γερμανία.

Η σκηνοθεσία της Νόπης Ράντη εναρμόνισε επιδέξια τον minimal σκηνικό περίχωρο
με την εκρηκτική παρουσία του πρωταγωνιστή, προκειμένου ν’αναδειχτεί η πληθωρική
συναισθηματική ενδοχώρα του συγγραφέα μέσω του μονολόγου του.
(( O Sad ονειρεύεται.
O Sad ταξιδεύει.
O Sad είναι μόνος,

χαμένος σε αυτή την αχανή πόλη.
Πουλάει τριαντάφυλλα.
Όχι, δεν είναι λυπημένος.
Κι ας τον λένε Sad, δηλαδή ….Sadam
))


Η αρχή αποκαλυπτική, οξύμωρη και ανατρεπτική μας
προειδοποιεί για τον ήρωα - η μήπως αντιήρωα! -
ότι το όνομα του είναι Sad.

«Με λένε Sad,
sad στα αγγλικά θα πει λυπημένος.
Δεν είμαι λυπημένος».

Η ενδοσκόπηση ξεκινάει για τον πρωταγωνιστή και όσο προχωράει,
αφηγούμενος τις χώρες από όπου πέρασε ως μετανάστης,
εισάγει τον θεατή στον δικό του κόσμο που μυρίζει τσάι
και παιδική ανεμελιά.

Μεταβιβάζει στον ακροατή την νοσταλγία της πατρίδας με τις μορφές του πατέρα,
της μητέρας – χαρακτηριστική η στιγμή που πιάνει τα χέρια της μητέρας στη
φωτογραφία και αισθάνεται ακόμη την ζεστασιά τους – της γυναίκας και του
γιου που άφησε πίσω στο Ιράκ.

«Ξέρω πόσο αγριεύει
το σούρουπο τους ανθρώπους»

θα πει συντετριμμένος, ωστόσο, μετά το σούρουπο
θα βγει να πουλήσει τα τριαντάφυλλά του σε bar
και σε εστιατόρια.

Σε ανύποπτους περαστικούς που θα τον κοιτούν δίχως
να τον βλέπουν. Εκεί μέσα στη σκοτεινιά θα τριγυρνάει πουλώντας τα λουλούδια του,
εν μέσω νυκτός θα παρατηρεί τους περαστικούς που κάθονται στα παγκάκια.

Στην σκοτεινιά, ίσως επειδή η σκοτεινιά πάντα κρύβει την παρανομία και η νύχτα
κάνει τους ανεπιθύμητους όχι λιγότερο ανεπιθύμητους αλλά αφανείς, αόρατους σαν
να μην υπάρχουν. Και ας υπάρχουν ωστόσο χιλιάδες ξένοι, διαφορετικοί, μετανάστες
που ήρθαν στην όποια Γερμανία, στην όποια Ελλάδα, στην κάθε χώρα υποδοχής
επιζητώντας να συνεχίσουν τη ζωή τους από εκεί που δεν τους απέμεινε πια ζωή.
(( To Sadam είναι κι αυτό ένα όνομα,
όπως όνομα είναι
και ο Αδόλφος και ο Ιησούς.
Ένας άνδρας 30 χρονών.
Ένας λαθρομετανάστης..
Ζει πουλώντας τριαντάφυλλα.
Ζει μόνος...
Και μιλάει με τις σκιές...
δηλαδή με εμάς...
Ίσια στα μάτια. ))

Το ξένο όμως, όταν αντιμετωπίζεται και σαν ξένο,
φοβίζει, θα το πει όμορφα ο Ελύτης στο Μονόγραμμα


«Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο
δεν το αντέχουν οι άνθρωποι…»,

μ’αποτέλεσμα ν’απαξιώνεται, να κατηγοριοποιείται
και τελικώς να εξοντώνεται.

Τόσο πολύ αλλοιώνεται που χάνει την ταυτότητά του,και από καθαρό γίνεται
βρόμικο, μυσαρό και αυτό πλέον είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό του,
επιφέρει το φόβο και το μίσος και ως λέει και ο συγγραφέας δια στόματος Sad

<< Βρίσκεται μέσα σου το μίσος.
Μέσα βαθιά, Το ξέρω.
Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα
για να το εμποδίσεις.
Το μίσος είναι κάτι τόσο μεγάλο,
που σε κάνει όλο και μικρότερο. >>

Οι μετανάστες ούτε λίγο ούτε πολύ από τους περισσότερους αντιμετωπίζονται
ως βρωμεροί, που με τα βρόμικά τους χέρια παίρνουν το ψωμί, παίρνουν τις δουλειές,
παίρνουν μέχρι και τον αέρα των καθαρών ανθρώπων.

Θα ειπωθεί στο έργο
« Όταν ερχόμασταν εγώ κι οι άλλοι
στην Ευρώπη και αλλού,
δεν το ξέραμε ότι ήμασταν τόσο βρόμικοι,
τόσο λερωμένοι.
Αν το ξέραμε από τότε δεν θα 'ρχομασταν,
να μολύνουμε τη χώρα σας,
να τη βεβηλώσουμε…»

Η ταυτότητα του ανθρώπου έχει ήδη μεταποιηθεί εννοιολογικά σε μία άλλη,
αυτή του βρόμικου μετανάστη. Δεν είναι τυχαίο που ο Schneider ονομάζει το έργο του
«Βρομιά».

Καθόλη τη διάρκεια του μονολόγου ο Sad παλεύει εσωτερικά με την
καθαρότητα του «είναι» του και την συμβατική κοινωνική βρομιά που
του προσδίδει η χώρα στην οποία μετανάστευσε.

Σε μία τέτοια κοινωνική ηθική δεν έχει σημασία ούτε το όνομα, ούτε η ανάγκη,
ούτε καν και το αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός και της καθεμίας να είναι πάνω
από όλα και κατά βάση άνθρωπος. Άνθρωπος είναι μόνο μέσα στη χώρα και την
πατρίδα του.

Όταν βγαίνει εκτός γίνεται αυτόματα ξένος και συνταύτα βρόμικος και βρωμερός.
Η μεγάλη αλήθεια είναι όμως αυτή που εύστοχα θα πει ο συγγραφέας

«η βρομιά είναι ψυχική και βγαίνει από μέσα προς τα έξω».

Σαν την αμαρτία που σχηματίζεται εν πρώτοις εντός μας και εν συνέχεια
ενσαρκώνεται στις έμπρακτες σκέψεις η πράξεις μας, στις περιφρονητικές λέξεις
ή στις σιωπές μας.

Και θυμάμαι τα λόγια του παππού μου στο χωράφι που ανάμεσα στο μάζεμα του
βαμβακιού τρώγαμε καρπούζι και φέτα και τον ρωτούσα

«παππού πως είναι ο κόσμος; Καλός η κακός;»

και μου απαντούσε πάντοτε με εκείνο το ολόγιομο χαμόγελο

«είναι ότι είμαστε και εμείς στην καρδιάς μας.
Να δηλαδή, αν είμαστε κακοί θα βλέπουμε τον κόσμο κακό.
Αν είμαστε κλέφτες θα τον βλέπουμε κλέφτη,
και αν είμαστε καλοί θα τους βλέπουμε όλους καλούς».


Κάπου μάλλον στην έλλειψη καλοσύνης θα μας
έπιασε αυτό το θεατρικό έργο, γιατί δεν εξηγείται
αλλιώς που αρκετοί δακρύζαμε σαν αισθανθήκαμε
τις ερωτήσεις του Sad να αφορούν εμάς προσωπικά!

Κάπου μάλλον μας έπιασαν οι τύψεις που τσαλακώνουμε
έστω και με την φευγαλέα απαξιωτική μας ματιά την
αξιοπρέπεια του όποιου διαφορετικού που μας πλησιάζει
να μας πουλήσει κάτι πριν ή μετά το σούρουπο.

Τότε που αγριεύει το μέσα μας και μας ενοχλούν οι συνεχείς διακοπές της κουβέντας
με τους φίλους μας ή τον σύντροφό μας για να μας πουλήσουν cd ή ρολόι, ή πίνακα, ή χαρτομάντηλα, … ή… ή…ή...
Τότε που ο κάθε Sad απέναντί μας γίνεται ο ανώνυμος μετανάστης χωρίς πατρίδα,
χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα - άσε που τα χέρια μόνο της δικής μας μάνας έχουν
το δικαίωμα να είναι τόσο ζεστά! - χωρίς γυναίκα, χωρίς γιο και κυρίως, μα κυρίως
χωρίς αξιοπρέπεια.

Τότε είναι που αγριεύουμε και μας φαίνεται το σούρουπο μανδύας που καλύπτει την
ασχήμια της ψυχής μας που δεν μπόρεσε να διασώσει αλώβητη μία στάλα όχι οίκτου
αλλά ισότιμης μεταχείρισης του βλέμματος σε όλους τους ανθρώπους.

Ούτε αυτό δεν μπορέσαμε να κάνουμε εμείς οι καθαροί.
Και όσο το συνειδητοποιούμε τόσο πιο πολύ αγριεύουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου